Η διαχρονική μάχη με την ρύπανση, τα μέτρα που βελτίωσαν την ποιότητα του αέρα, οι πιό «καθαρές» ώρες της ημέρας. Μιλούν στην «Κ» οι καθηγητές του Εργαστηρίου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Από τη Δήμητρα Τριανταφύλλου
Κάποτε, η Αθήνα συγκαταλεγόταν στις ευρωπαϊκές πόλεις με την χειρότερη ποιότητα αέρα, τα τελευταία 20 χρόνια όμως αυτός ο νευραλγικός δείκτης για την υγεία και την ποιότητα ζωής βελτιώνεται διαρκώς.
Το παραπάνω λέει στην «Κ» ο Δρ. Κωνσταντίνος Μουστρής, Καθηγητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, της Σχολής Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και υπεύθυνος του Εργαστηρίου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης.
Πιάνοντας το νήμα της ιστορίας από την αρχή, ο κ. Μουστρής λέει πως μέχρι και τη δεκαετία του 1990 η ευρύτερη περιοχή της Αθήνας «βασανιζόταν» από πολλούς ρύπους – οξείδια του θείου, οξείδια του αζώτου, μικροσωματίδια, όζον. «Από το 1991 και μετά, με πρώτο βήμα τη σταδιακή απόσυρση των καταλυτικών αυτοκινήτων η ατμόσφαιρα της Αθήνας ξεκινά να βελτιώνεται διαρκώς. Μέσα σε πέντε χρόνια άλλαξαν όλα τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Ετσι, το 1995 έχουμε μια σημαντική κάμψη στους ατμοσφαιρικούς ρύπους της πρωτεύουσας».
Η έναρξη της λειτουργίας του μετρό το 2000, η μετακίνηση του αεροδρομίου από τη Γλυφάδα στα Σπάτα το 2001 αλλά και η δημιουργία της Αττικής Οδού το 2003, βελτίωσαν έτι περαιτέρω την ποιότητα της ατμόσφαιρας της πρωτεύουσας.
Ακολούθησαν κι άλλα θετικά γεγονότα όπως η υποχρεωτική απόσυρση των εξαιρετικά ρυπογόνων ντιζελοκίνητων ταξί στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004. «Σκεφτείτε πως ενώ τα συγκεκριμένα οχήματα αποτελούσαν το 5 % των οχημάτων στους δρόμους της πόλης ευθύνονταν για τη συντριπτική πλειονότητα των αιωρουμένων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα» σημειώνει με τη σειρά του ο Γιώργος Σπυρόπουλος, μηχανολόγος- μηχανικός και καθηγητής στο εργαστήριο ατμοσφαιρικής ρύπανσης του πανεπιστημίου.

Οι σταθμοί καταγραφής-παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα, σε Πατησίων, Αθηνάς, Γεωπονικής και Μαρούσι, δείχνουν μια πτωτική τάση των συγκεντρώσεων CO (μονοξείδιου του άνθρακα) τα τελευταία 30 περίπου έτη. Για τον σταθμό μέτρησης Πατησίων η μείωση είναι της τάξης του 80%.
Οπως εξηγεί ο κ. Σπυρόπουλος, η παύση έκδοσης αδειών για νέες βιομηχανικές μονάδες εντός της Αθήνας και η μαζική μεταφορά υπαρχουσών, στα Οινόφυτα, βοήθησαν στο να καθαρίσει περαιτέρω η ατμόσφαιρα.
Μείωση των εκπομπών αέριων ρύπων σημειώθηκε και τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης (2010-2020) λόγω της αδυναμίας των πολιτών να χρησιμοποιούν εντατικά τα οχήματα τους. Το ίδιο συνέβη και την περίοδο του εγκλεισμού λόγω COVID.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με το European City Air Quality Viewer, ένα διαδικτυακό εργαλείο που χρησιμοποιεί συγκριτικά στοιχεία για τη μέτρηση της ποιότητας του αέρα σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις συλλέγοντας πληροφορίες από σταθμούς παρακολούθησης, η ποιότητα του αέρα στην Αθήνα κατατασσόταν στην 290η θέση μεταξύ 372 ευρωπαϊκών πόλεων που εξετάστηκαν.
Παράλληλα, η ποιότητα του αέρα στην Αθήνα βαθμολογήθηκε ως «μέτρια» από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με τους υπεύθυνους του εργαστηρίου, η Αθήνα έχει πολύ καλύτερη ατμόσφαιρα, για παράδειγμα από το Αμβούργο, πόλεις της Βόρειας Ιταλίας όπως το Μιλάνο, τη Λιθουανία αλλά και τα Βαλκάνια.
Στα καθ’ ημάς, ο Βόλος και η Θεσσαλονίκη δείχνουν να έχουν κακή ποιότητα ατμόσφαιρας, πολλές φορές περισσότερο και από την Αθήνα.

Για τον σταθμό καταγραφής Πατησίων, η μείωση των συγκεντρώσεων διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) τα τελευταία 30 έτη είναι της τάξης του 25% περίπου. Ιδια είναι η κατάσταση και σε άλλες θέσεις εντός της ΕΠΑ, καταδεικνύοντας πως σε ότι έχει να κάνει με το ΝΟ2 πρέπει να ληφθούν μέτρα και δράσεις για την περαιτέρω μείωσή του.
Ο «μετασχηματισμός» της ρύπανσης με την πάροδο των χρόνων
Οι παραπάνω μετασχηματισμοί βοήθησαν την πρωτεύουσα να βελτιώσει τις επιδόσεις της στις εκπομπές όλων των ατμοσφαιρικών ρύπων πλην δύο, το όζον και τα αιωρούμενα σωματίδια, ρύπους τους οποίους ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να θέσουμε κάτω από τα όρια που έχουν θεσπιστεί από την Ε.Ε.
Σημειώνεται πως με βάση τον Π.Ο.Υ., τα αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ), το διοξείδιο του αζώτου (NO2), το διοξείδιο του θείου (SO2) και το τροποσφαιρικό όζον (O3) ορίζονται ως οι πιο επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία ατμοσφαιρικοί ρύποι
«Το όζον είναι ρύπος δευτερογενής και δεν εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα από πηγές (π.χ εξατμίσεις αυτοκινήτων), αλλά δημιουργείται στην ατμόσφαιρα μετά από χημικές αντιδράσεις που τις ευνοεί ο ήλιος και οι υψηλές θερμοκρασίες. Λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική αλλαγή που βιώνουμε, καταλαβαίνουμε ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται ευνοούν ακόμα περισσότερο τον σχηματισμό όζοντος» επισημαίνει και η Κλεοπάτρα Ντούρου, μέλος του ειδικού διδακτικού προσωπικού του εργαστηρίου. Οπως προσθέτει: «Το ενδιαφέρον είναι πως το όζον που παράγεται μέσα σε μια ρυπασμένη περιοχή καταστρέφεται από ορισμένους ρύπους. Σε περιαστικές περιοχές βλέπουμε πιο αυξημένες τιμές όζοντος. Γιατί εκεί δεν υπάρχουν οι καταστροφείς του».

Στον σταθμό Πατησίων, η μείωση των συγκεντρώσεων διοξείδιου του θείου (SO2) είναι της τάξης του 85%. Ιδια φαίνεται να είναι η κατάσταση και σε άλλες θέσεις εντός της Αθήνας, καταδεικνύοντας πως σε ότι έχει να κάνει με το SΟ2 πρέπει να ληφθούν μέτρα και δράσεις για την περαιτέρω μείωση του.
Σε ότι έχει να κάνει με τα αιωρούμενα σωματίδια, οι καθηγητές αναφέρουν ότι από το 2000, όταν και ξεκίνησαν να τα καταγράφουν στο εν λόγω εργαστήριο, υπάρχει μια μείωση, αλλά όχι τέτοια ώστε να είμαστε εντός των ορίων που έχει θεσπίσει η ΕΕ και ο ΠΟΥ για την προστασία της δημόσιας υγείας.
«Συνεχίζουμε να έχουμε υπερβάσεις των οριακών τιμών συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων, αρκετές ημέρες μέσα στο ημερολογιακό έτος. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι ο αριθμός ημερών υπέρβασης έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία 15 περίπου έτη (μείωση περισσότερο από 50%)» σημειώνει ο κ. Μουστρής.
Παράλληλα, τα αυξανόμενα επεισόδια αφρικανικής σκόνης αποτελούν μια πηγή ρύπανσης η οποία αυξάνεται προοδευτικά τα τελευταία χρόνια. Η κ. Ντούρου τονίζει πως την ίδια στιγμή και οι πυρκαγιές είναι ένας πολύ επιβαρυντικός παράγοντας για την ατμόσφαιρα. «Κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών καίγεται ακόμα και το χώμα. Και ακόμα δεν γνωρίζουμε τι εμπεριέχουν αυτά τα σωματίδια το οποίο εισπνέουμε, τις χημικές διεργασίες που συντελούνται εκείνη τη στιγμή. Η τοξικότητα είναι σίγουρα υψηλή».
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Σπυρόπουλο, ο βασικός ρυπογόνος τομέας στον οποίο η Αθήνα τα πηγαίνει χειρότερα, είναι η χρήση των αυτοκινήτων. Και το πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με τον τεράστιο αριθμό –για τα «κυβικά» της ελληνικά πρωτεύουσας- αλλά και με τον τρόπο που κινούνται.
Η Κυριακή, Μαρία Φαμέλη, επίσης μέλος του διδακτικού προσωπικού του εργαστηρίου, εξηγεί πως το πυκνό δίκτυο δρόμων της Αθήνας, δρόμων με μικρό πλάτος στην πλειονότητά τους, κάνει τα αυτοκίνητα να κινούνται με χαμηλές ταχύτητες και με ρυθμό «σταμάτα-ξεκίνα».
Οπως σημειώνει η κ. Φαμέλη: «Οσο πιο αργά κινούνται τα αυτοκίνητα τόσο περισσότερους ρύπους παράγουν. Ο σταθμός μέτρησης των ρύπων στη Λυκόβρυση στο ύψος της Αττικής Οδού μας δείχνει πως η ρύπανση στο σημείο όπου εισέρχονται τα αυτοκίνητα εντός της οδού, είναι υψηλή. Συνολικά μιλώντας, η ταχύτητα ροής των ρύπων, ειδικά στους στενούς δρόμους είναι τόσο μικρή που δεν επιτρέπεται η διασπορά και απομάκρυνση τους».
O κ. Σπυρόπουλος προσθέτει το εξής: «Το κακής ποιότητας οδόστρωμα, τα κακά ελαστικά και κακά φρένα στα αυτοκίνητα, συνεισφέρουν στην εκπομπή ρύπων. Δυστυχώς, έχουμε τον γηραιότερο στόλο οχημάτων στην Ευρώπη. Και βάσει υπολογιστικών μοντέλων, μέχρι το 2030, τα οχήματα θα συνεχίσουν να αυξάνονται».

Ο Κωνσταντίνος Μουστρής (πρώτος από αριστερά), η Μαρία-Κυριακή Φαμέλη και ο Γιώργος Σπυρόπουλος μπροστά από τον κινητό σταθμό μέτρησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης που διαθέτει το εργαστήριο στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Ο ρόλος της τοπογραφίας και του καιρού
Σε αυτό το σημείο, οι καθηγητές βάζουν στο τραπέζι της συζήτησης και την τοπογραφία της Αθήνας, «μια από τις πιο ιδιαίτερες στον κόσμο, λόγω των βουνών της» σύμφωνα με τον κ. Μουστρή.
«Εχουμε δυτικά το όρος Αιγάλεω, βορειοδυτικά την Πάρνηθα, βόρεια την Πεντέλη και ανατολικά τον Υμηττό. Το αποτέλεσμα είναι οι αέριοι ρύποι να εγκλωβίζονται σε αυτή τη λεκάνη».
Ο μηχανισμός της μεταφοράς του εντός της λεκάνης σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν.
Οταν πνέουν νοτιάδες -οι πιο συχνοί άνεμοι στην πρωτεύουσα- ένα ποσοστό μόλυνσης έρχεται από τη θάλασσα και το λιμάνι του Πειραιά. Οταν ο ήλιος μεσουρανεί και το έδαφος είναι ζεστό, ο αέρας μετακινείται προς τη θάλασσα. Ετσι, τις μεσημεριανές ώρες και τις πρώτες απογευματινές, η παραλιακή ζώνη είναι πιο ρυπασμένη από ο, τι το κέντρο της πόλης. Τη νύχτα όμως που κάνει την εμφάνισή της η θαλάσσια αύρα οι ρύποι “σπρώχνονται” προς τα βόρεια. Οι μετρήσεις του εργαστηρίου σε Θρακομακεδόνες, Μαρούσι, Αγία Παρασκευή έχουν δείξει αυξημένους ρύπους τις βραδινές ώρες.
Οταν οι άνεμοι είναι δυτικοί – πιο σπάνιοι στην Αθήνα-, οι ρύποι από το Θριάσιο πεδίο «σπρώχνονται» μέσα στο λεκανοπέδιο.
Σε κάθε περίπτωση, οι μετρήσεις του σταθμού που βρίσκεται στην οδό Πατησίων δείχνουν πως η χαμηλότερη τιμή της ρύπανση στην Αθήνα σημειώνεται μεταξύ 05.00 με 06.00 ενώ το πικ της ρύπανσης παρατηρείται από τις 08.00 ως τις 12.00.

Για το όζον (Ο3) φαίνεται να μην υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση των μέσων ετήσιων συγκεντρώσεων την περίοδο 1987-2023, παρόλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ρύπος αυτός είναι δευτερογενής και δεν εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα από πηγές (πχ εξατμίσεις αυτοκινήτων), αλλά δημιουργείται στην ατμόσφαιρα μετά από χημικές αντιδράσεις που τις ευνοεί ο ήλιος και οι υψηλές θερμοκρασίες.

Σε ότι έχει να κάνει με τα αιωρούμενα σωματίδια, συνεχίζουμε να έχουμε υπερβάσεις των οριακών τιμών συγκέντρωσης, αρκετές ημέρες μέσα στο έτος

Για το όζον (Ο3) φαίνεται να μην υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση των μέσων ετήσιων συγκεντρώσεων την περίοδο 1987-2023, παρόλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ρύπος αυτός είναι δευτερογενής και δεν εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα από πηγές (πχ εξατμίσεις αυτοκινήτων), αλλά δημιουργείταιαπό χημικές αντιδράσεις που τις ευνοεί ο ήλιος και οι υψηλές θερμοκρασίες.
Τέλος, όπως σημειώνουν οι καθηγητές του εργαστηρίου, όπου υπάρχουν πάρκα και πράσινο, οι τιμές της ρύπανσης πέφτουν κατακόρυφα. Οπως περιγράφει ο κ. Μουστρής: «Από την ταράτσα του Πανεπιστήμιου όπου είναι εγκατεστημένοι μετρητές ατμοσφαιρικής ρύπανσης βλέπουμε τι συμβαίνει για παράδειγμα με το campus μας το οποίο περιβάλλεται από τη Λεωφόρο Κηφισού, την Πέτρου Ράλλη και την Θηβών. Βρισκόμαστε μέσα σε έναν κόμβο, όπου κυκλοφορούν πάρα πολλά οχήματα. Ομως, ο ελαιώνας μπροστά από το Πανεπιστήμιο φιλτράρει πολύ αποτελεσματικά τον αέρα. Στη Θηβών μόλις στα 500 μέτρα η ρύπανση είναι πολύ μεγαλύτερη».
Κεντρική φωτογραφία: Shutterstock
Τα Σχήματα/Διαγράμματα προέρχονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και συγκεκριμένα από την ετήσια έκθεση για την ποιότητα της ατμόσφαιρας για το έτος 2023 (https://ypen.gov.gr/perivallon/poiotita-tis-atmosfairas/ektheseis/).
Πηγή: kathimerini.gr