
Της Ματίνας Χαρκοφτάκη
Όταν το 2004 ο Βίκτωρ Πιζάντε αποφάσισε να δημιουργήσει την Bluehouse, μια εταιρεία με αντικείμενο τις επενδύσεις σε ακίνητα, με συνοδοιπόρο τον Χαράλαμπο Πανδή, λίγοι θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα θα βρισκόταν αντιμέτωπος με έναν κυκεώνα δικαστικών υποθέσεων, οι οποίες σχετίζονται με τη δράση του ίδιου και συνεργατών του. Σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπος με καταγγελίες ότι, μαζί με συνεργάτες του, καρπώθηκε παράνομα τουλάχιστον 9,3 εκατ. ευρώ, επιβαρύνοντας, επενδυτές, Σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται, όπως οι ίδιοι καταγγέλουν, και άγνωστα για τους ίδιους έξοδα 4,3 εκατ. ευρώ για μια αποτυχημένη IPO στο χρηματιστήριο της Βαρσοβίας.
Η ενασχόλησή του Β. Πιζάντε με το real estate από τη θέση του διαχειριστή κεφαλαίων με όχημα την Bluehouse, θεωρήθηκε αρχικά από την αγορά σαν μια φυσική συνέχεια μιας εντυπωσιακής επαγγελματικής πορείας, που κορυφώθηκε με το “χρυσό” deal για την πώληση της χρηματιστηριακής εταιρείας Telesis, στην οποία υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος.
Έχοντας, λοιπόν, αποκτήσει τη φήμη του ανθρώπου, στον οποίο απευθυνόσουν για να φέρει εις πέρας τις “δύσκολες δουλειές” και με την εικόνα του “ικανού” και “ατσαλάκωτου” μάνατζερ να κυριαρχεί, κατάφερε εύκολα να κερδίσει την εμπιστοσύνη εμβληματικών Ελλήνων επιχειρηματιών και εφοπλιστών αλλά και θεσμικών οργανισμών, οι οποίοι έδωσαν στην διαχειρίστρια επενδυτικών κεφαλαίων Bluehouse σημαντικά χρηματικά ποσά για να τα επενδύσει σε ακίνητα, κυρίως, σε Βαλκάνια και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι η Bluehouse φέρεται συνολικά να έχει διαχειριστεί κεφάλαια, τα οποία αγγίζουν τα 450 εκατ. ευρώ σε διάρκεια 15 ετών.
Οι υποσχέσεις για δελεαστικές αποδόσεις
Πέραν, όμως, από τα ισχυρά επαγγελματικά διαπιστευτήρια, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η υπόσχεση για ιδιαίτερα ελκυστικές αποδόσεις της τάξεως του 8% ετησίως. Με απλά λόγια, η Bluehouse υποσχόταν στους επενδυτές ότι κάθε χρόνο θα τους εξασφάλιζε απόδοση 8% επί του αρχικού κεφαλαίου, που είχαν τοποθετήσει στην εταιρεία. Με το πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, φαίνεται ότι οι υποσχέσεις αυτές δεν εκπληρώθηκαν και, σύμφωνα με τις καταγγελίες ενός εξ αυτών, επιβαρύνονταν επιπλέον με άγνωστα έξοδα και υπέρογκες αμοιβές προς τον κ. Πιζάντε και τους συνεργάτες του. Παράλληλα, η άρνηση των διαχειριστών της Bluehouse, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση επί του θέματος στο Capital.gr, να παρέχουν, από κάποιο διάστημα και μετά, οποιοδήποτε στοιχείο για τη δραστηριότητα της εταιρείας σε αιτήματα ορισμένων επενδυτών, κίνησε τις υποψίες και αποτέλεσε το εφαλτήριο για μια ενδελεχή έρευνα από ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρεία Alvarez (γνωστής για την αποκάλυψη της απάτης Folli Follie), η οποία ξεκίνησε το 2022 και ολοκληρώθηκε σχετικά πρόσφατα. Τα ευρήματα, που ήρθαν στην επιφάνεια από την έρευνα για την δράση των κ. Πιζάντε, κ. Πανδή και συνεργατών τους, ενίσχυσαν τη δυσφορία των επενδυτών.
Η στρατηγική του συγκεχυμένου
Γιατί αν κάτι θα πρέπει να αναγνωριστεί στον κ. Πιζάντε είναι αναμφίβολα το χάρισμά του για περίπλοκες και εξεζητημένες επενδύσεις μέσα από ένα δαιδαλώδες δίκτυο θυγατρικών και ένα πολυεπίπεδο σύστημα αγοραπωλησιών. Κάτι που και ο ίδιος παραδεχόταν σε ένα email, που έστειλε στις 6 Φεβρουαρίου 2018 και το οποίο βρίσκεται στα δικόγραφα της μηνυτήριας αναφοράς και τελεί σε γνώση του Capital.gr, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Εάν η στρατηγική είναι να το κάνουμε τόσο περίπλοκο, που κανείς δεν το καταλαβαίνει, σίγουρα λειτουργεί. Θα το εξετάσω, αλλά πραγματικά μου αρέσει που είναι τόσο συγκεχυμένο”, ενώ στη συνέχεια εμφανιζόταν πιο προσεκτικός λέγοντας πως καλό θα ήταν “να μη γράφετε τέτοιου είδους μηνύματα γραπτώς”!
Τα στοιχεία που έφερε στο φως η έρευνα, οδήγησαν έναν από τους επενδυτές, ο οποίος συμμετείχε συνολικά με 8 εκατ. ευρώ στα τρία από τα συνολικά τέσσερα επενδυτικά σχήματα που δημιούργησε η Bluehouse, να υποβάλλει τον περασμένο Ιούλιο μήνυση, η οποία στρέφεται εναντίον των κ. Πιζάντε, Πανδή και συνεργατών τους καθώς και κατά της Eurobank Κύπρου ως θεματοφύλακα. Τελευταία εξέλιξη αποτελεί το αίτημα, στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς του Λουξεμβούργου, η οποία ζήτησε να λάβει γνώση του περιεχομένου της μηνυτήριας αναφοράς, όπως πληροφορείται το Capital.gr. Η συγκεκριμένη κίνηση από τις αρχές του Λουξεμβούργου δεν αποκλείεται να αποτελεί προάγγελο πιθανών εξελίξεων, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμη και στην αφαίρεση της άδειας της Bluehouse, ως διαχειρίστριας κεφαλαίων στο Μεγάλο Δουκάτο.
Σε περίπτωση που αυτό συμβεί, θα προστεθεί στην απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου, η οποία ήδη στις 2 Σεπτεμβρίου απέσυρε την άδεια της BluehouseInvestmentsAdvisors, υποστηρίζοντας ότι δεν πληροί τις νομικές προϋποθέσεις, ειδικότερα την απαίτηση για επαρκή καλή φήμη των επιχειρηματικά δραστηριοποιούμενων προσώπων.
Η μήνυση και οι καταγγελίες
Σύμφωνα με τη μήνυση, η οποία κατατέθηκε το καλοκαίρι από την εταιρεία BalmoralBusiness SA, η οποία φέρεται να συνδέεται με γνωστό Έλληνα εφοπλιστή και επιχειρηματία, ο Βίκτωρ Πιζάντε και οι συνεργάτες του εγκαλούνται από τον εν λόγω επενδυτή ότι αποκόμισαν παράνομα τουλάχιστον 9,3 εκατ. ευρώ, χρησιμοποιώντας ως όχημα τρία funds που ίδρυσαν μέσω της Bluehouse. Ο Πιζάντε εγκαλείται για κακουργηματική απιστία και συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, ενεργώντας ως αρχηγός ενώ ο Χ. Πανδής φέρεται από τη μηνυτήρια αναφορά να έχει το ρόλο του υπαρχηγού.
Στα έγγραφα που συνοδεύουν τη μήνυση, περιγράφεται λεπτομερώς, ο τρόπος με τον οποίο οι διαχειριστές της εταιρείας επενδύσεων καρπώθηκαν το λιγότερο 9,3 εκατ. ευρώ, μέσα από την υλοποίηση ενός σύνθετου σχεδίου, το οποίο μοιάζει περισσότερο με σπαζοκεφαλιά παρά με επενδυτική στρατηγική. Σημείο εκκίνησης για να ξετυλιχθεί το μπλεγμένο κουβάρι τίθεται το 2012, όταν η Bluehouse ζήτησε και συγκέντρωσε σημαντικά χρηματικά ποσά από επιχειρηματίες και οργανισμούς, εκ των οποίων τα 7,5 εκατ. ευρώ τα διέθεσε για να αποκτήσει ακίνητα στην Ουγγαρία και την Τσεχία. Σύμφωνα με τα έγγραφα, τα εν λόγω ακίνητα, μεταξύ των οποίων και ένα εμπορικό κέντρο, πέρασαν στην ιδιοκτησία εταιρείας συμφερόντων των Β. Πιζάντε και Χ. Πανδή έναντι μόλις ενός ευρώ, μια κίνηση για την οποία ουδέποτε ενημερώθηκαν οι επενδυτές, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα ακίνητα βρίσκονταν στην ιδιοκτησία της Bluehouse.
Οι φερόμενες παράνομες αμοιβές των 3,6 εκατ. ευρώ
Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τα σχετικά έγγραφα, αν και οι υποσχέσεις για αποδόσεις 8% σε ετήσια βάση δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, Β. Πιζάντε και Χ. Πανδής φρόντισαν να ανταμείψουν τους εαυτούς τους για τις υπηρεσίες που παρείχαν ως διαχειριστές με 3,6 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για χρήματα που, όπως τονίζεται στο κείμενο της μήνυσης, δεν τα δικαιούνται καθώς δεν έπιασαν τον στόχο της ετήσιας απόδοσης 8%. Συγκεκριμένα, οι διαχειριστές θα είχαν δικαίωμα να λάβουν οποιαδήποτε αμοιβή μόνο εφόσον είχαν επιστρέψει στους επενδυτές κέρδη 50,019 εκατ. ευρώ (με βάση την υποσχόμενη απόδοση) μέχρι το 2022 ενώ αντίθετα τους επέστρεψαν μόλις 8,647 εκατ. ευρώ. Όλα τα παραπάνω αφορούν το Fund 1 (υπενθυμίζουμε ότι έχουν δημιουργηθεί συνολικά 4 Funds), το οποίο σήμερα διαθέτει μηδαμινής αξίας περιουσιακά στοιχεία και θα έπρεπε να είχε κλείσει ήδη από το 2014. Από τις 21 Μαΐου 2018, βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης, χωρίς, όμως, η διαδικασία να ολοκληρώνεται με ευθύνη των διαχειριστών, οι οποίοι σύμφωνα με την έγκληση την καθυστερούν. Και αυτό γιατί όταν ολοκληρωθεί η εκκαθάριση, θα υποχρεωθούν να επιστρέψουν τα 3,6 εκατ. ευρώ, που έλαβαν σαν αμοιβές, τις οποίες θα δικαιούνταν μόνο εφόσον πετύχαιναν τον στόχο της απόδοσης που είχαν υποσχεθεί.
Η αποτυχημένη IPO που φαίνεται να στοίχισε 4,3 εκατ. ευρώ
Ένα ακόμη περιστατικό για το οποίο γίνεται αναφορά στα έγγραφα της μήνυσης, είναι η προσπάθεια τον Οκτώβριο του 2013 εισαγωγής στο Χρηματιστήριο της Βαρσοβίας της Meridian, μιας προσωπικής εταιρείας των Β. Πιζάντε και Χ. Πανδή με έδρα στην Ολλανδία. Το όλο εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς μέσα σε μια εβδομάδα, ωστόσο σύμφωνα με τα έγγραφα “φόρτωσαν” τα έξοδα του εγχειρήματος ύψους 4,3 εκατ. ευρώ σε θυγατρικές της Bluehouse. Με απλά λόγια, οι επενδυτές, χωρίς να το γνωρίζουν, πλήρωσαν, σύμφωνα πάντα με τα σχετικά έγγραφα, για την αποτυχημένη IPO μιας εταιρείας συμφερόντων των διαχειριστών. Να σημειωθεί ότι τα 4,3 εκατ. ευρώ κατευθύνθηκαν σε μεγάλους ελεγκτικούς οίκους, συμβουλευτικές εταιρείες και δικηγορικά γραφεία του εξωτερικού, γεγονός που εξηγεί το υψηλό κόστος.
Οι καταγγελίες για τα 1,5 εκατ. που πήγαν σε εταιρεία του Β. Πιζάντε
Στα έγγραφα που προέκυψαν από την έρευνα και περιλαμβάνονται στην μηνυτήρια αναφορά σημειώνεται ένα ακόμη περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο ο Β. Πιζάντε καταγγέλλεται ότι καρπώθηκε τουλάχιστον 1,5 εκατ. ευρώ μέσα από εικονικές συναλλαγές. Πρόκειται για ποσό το οποίο αφαιρέθηκε από το Fund 2 και κατευθύνθηκε σε εταιρεία ιδιοκτησίας του Β. Πιζάντε. Αυτό συνέβη το 2017, μετά από τη διαπραγμάτευση και το “κούρεμα” ενός δανείου, που είχε θυγατρική της Bluehouse σε κροατική τράπεζα. Η δανειακή υποχρέωση, από τα 34 εκατ. ευρώ, μειώθηκε στα 12 εκατ. ευρώ, ενώ ο διαχειριστής με εικονικές χρεώσεις επιβάρυνε το Fund και κατ’ επέκταση τους επενδυτές με πρόσθετα έξοδα ύψους 1,5 εκατ. ευρώ, τα οποία υποτίθεται ότι δόθηκαν σε μια συμβουλευτική εταιρεία, η οποία βοήθησε στη διαπραγμάτευση για το κούρεμα. Στην πραγματικότητα, όμως, σύμφωνα με τα έγγραφα, η εν λόγω εταιρεία αποδείχθηκε πως ανήκε στον ίδιο τον Β. Πιζάντε. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, συντάχθηκαν, σύμφωνα με τα έγγραφα της μήνυσης, ψευδή, προχρονολογημένα και εικονικά συμφωνητικά και τιμολόγια. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2018 δημιουργήθηκε μια εικονική συμφωνία “διαμεσολάβησης”, η οποία προχρονολογήθηκε ώστε να φέρει ημερομηνία 10 Απριλίου 2017, προκειμένου να φανεί ότι προηγήθηκε της συναλλαγής. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα έγγραφα, η συμφωνία αυτή συντάχθηκε μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής και χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την τιμολόγηση των 1,5 εκατ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μήνυση από την Balmoral δεν αποτελεί το μοναδικό μέτωπο με τη δικαιοσύνη για την Bluehouse καθώς βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη τόσο με τον πρώην οικονομικό διευθυντή της όσο και με τον πρώην μέτοχο Γιάννη Δεληκανάκη.
Πηγή: capital.gr