financetrends.gr

Σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα είναι ανώτερα διατροφικά, περιέχουν λιγότερο υδράργυρο και συμβάλλουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας

ΑΠΟ ΤΗ ΔΑΝΑΗ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Μπορεί για κάποιους τα μικρά ψάρια να μην είναι τόσο σημαντικά όσο τα μεγαλύτερα, βλέπε σολομός ή τόνος, όμως, έρευνα αποκαλύπτει ότι όχι μόνο έχουν ανώτερη θρεπτική αξία, αλλά συνοδεύονται και από χαμηλότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Σύμφωνα με τη μελέτη που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Κορνέλ των ΗΠΑ σε συνεργασία με το Κολλέγιο Μπρούκλιν και τη μη κυβερνητική οργάνωση Εταιρεία Προστασίας της Άγριας Ζωής (WCS) τα μικρότερα ψάρια περιέχουν χαμηλότερες συγκεντρώσεις υδραργύρου και είναι λιγότερο επιρρεπή στην υπεραλίευση.

Η ερευνητική ομάδα εστίασε σε 59 διαφορετικά είδη ψαριών που ζουν και αναπτύσσονται στον Αμαζόνιο αναλύοντας τη θρεπτική αξία, την περιεκτικότητα σε υδράργυρο, το κόστος και την αφθονία και διαπίστωσε ότι τα μικρότερα ψάρια είναι πιο κοινά, λιγότερο ακριβά, πιο θρεπτικά και χαμηλότερα σε υδράργυρο.

Τα ευρήματα της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο One Earth, υποστηρίζουν οι επιστήμονες, συνδέονται με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τη δημόσια υγεία σε όλο τον κόσμο, καθώς οι πληθυσμοί μεγάλων ειδών ψαριών μειώνονται παγκοσμίως.

Αναλυτικότερα, τα μεγαλύτερα είδη ψαριών συσσωρεύουν περισσότερο υδράργυρο καθώς ζουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και καταναλώνουν τροφή που έχει εκτεθεί στο μέταλλο.

Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό στον Αμαζόνιο, όπου η εξόρυξη χρυσού χωρίς τους απαραίτητους ελέγχους οδηγεί στην απελευθέρωση υδραργύρου στις πλωτές οδούς.

Επομένως, οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα είναι πολλές και παράλληλα επηρεάζεται και η επισιτιστική ασφάλεια. Όλα αυτά την ώρα που η προτίμηση για μεγαλύτερα είδη ψαριών όπως ο τόνος και ο σολομός έχει σημαντικό οικολογικό κόστος.

Όπως αναφέρει το Πανεπιστήμιο Κορνέλ, «πολλά μεγάλα ψάρια ακολουθούν μεγάλες μεταναστευτικές διαδρομές, οι οποίες διαταράσσονται όλο και περισσότερο από την ανθρώπινη δραστηριότητα όπως η κατασκευή φραγμάτων και ο κατακερματισμός των οικοτόπων. Αυτές οι διαταραχές θέτουν σε κίνδυνο την αναπαραγωγή τους και καθιστούν αυτά τα είδη πιο ευάλωτα στην υπεραλίευση».

Η ομάδα προσθέτει ότι πέρα από την περιβαλλοντική τους ευθραυστότητα, τα μεγαλύτερα ψάρια συμβάλλουν λιγότερο στη βιώσιμη διατροφή. Αντιθέτως, τα μικρότερα ψάρια, με τη συντομότερη διάρκεια ζωής τους και τους ταχύτερους κύκλους ανάπτυξης, είναι πλουσιότερα σε βασικά μικροθρεπτικά συστατικά όπως ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη υγεία.

Ο Σεμπάστιαν Χέιλπερν επικεφαλής συντάκτης της μελέτης δήλωσε ότι «τα ψάρια μπορούν να αποτελέσουν θρεπτική πηγή τροφής με χαμηλότερο περιβαλλοντικό κόστος από άλλα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, αλλά την ίδια ώρα τα ψάρια μπορούν να εκθέσουν τους καταναλωτές σε μόλυνση από υδράργυρο και η υπερεκμετάλλευση των ωκεανών και των ποταμών βλάπτει τη βιοποικιλότητα».

Ο ειδικός τόνισε ότι τα ανθρώπινα συστήματα διατροφής αποτελούν τεράστιο παράγοντα απώλειας της βιοποικιλότητας στο περιβάλλον. Ενώ ταυτόχρονα, η βιοποικιλότητα συντηρεί την τροφή από την οποία εξαρτάται η ανθρωπότητα.

Ο Χέιλπερν εξέφρασε την ελπίδα τα αποτελέσματα της μελέτης να βοηθήσουν στην αναζήτηση λύσεων, ώστε το διατροφικό σύστημα να γίνει περισσότερο βιώσιμο ωφελώντας τόσο την ανθρώπινη υγεία, όσο τη φύση.

Πηγή: newmoney.gr