
Η Google ισχυρίζεται, μέσω του διευθύνοντος συμβούλου της, ότι θα αποδεσμευτεί πλήρως από εκπομπές άνθρακα. Τουλάχιστον, σύμφωνα με τον Σουντάρ Πιτσάι, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται ότι δεν θα εκπέμπει ανθρακούχες ενώσεις.
Ήδη από το 2007, αγοράζει αρκετό απόθεμα καθαρής ενέργειας για να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών που παράγει, μέσω των κέντρων δεδομένων και των κτιρίων της, ωστόσο λόγω των αναγκών της τεχνητής νοημοσύνης, αυξάνονται οι εκπομπές άνθρακα, με βάση την τελευταία περιβαλλοντική έκθεση του τεχνολογικού γίγαντα. Η εταιρεία από το 2023, δεν έχει πλέον «διατηρήσει την επιχειρησιακή ουδετερότητα άνθρακα.»
Αυτό συμβαίνει επειδή οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της Google από το 2019 έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 50%. Η εταιρεία αποδίδει την άνοδο στην «αύξηση των ενεργειακών απαιτήσεων από τη μεγαλύτερη ένταση υπολογισμού της τεχνητής νοημοσύνης», μαζί με τις εκπομπές που σχετίζονται με ευρύτερες επενδύσεις υποδομής απαιτούμενες προϋποθέσεις για ανάπτυξη τεχνητής νοημοσύνης.
Η Google θα επενδύσει σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια στην τεχνητή νοημοσύνη, σημείωσε στο Fortune, ο Ντεμίς Χασαμπίς, διευθύνων σύμβουλος του εργαστηρίου ανάπτυξης AI της εταιρείας, Google DeepMind-. Απτά αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος οι επισκοπήσεις AI της εταιρείας στην Αναζήτηση και το Gemini της Google, ευρύ μοντέλο γλώσσας, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην τροφοδοσία διαφόρων εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, σχεδιασμένων να ανταγωνίζονται το ChatGPT του OpenAI.
Η εν λόγω επένδυση, ωστόσο, έχει ένα κόστος, το οποίο βαρύνει το περιβάλλον, ισχυρίστηκε στο Fortune ο Νέιθαν Τρούιτ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος χρηματοδότησης για το κλίμα στο μη κερδοσκοπικό American Forest Foundation. «Σε ατομικό επίπεδο, η τεχνητή νοημοσύνη θα δημιουργήσει σίγουρα μια ταχεία αύξηση των εκπομπών για τις εταιρείες που έχουν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν», τόνισε ο Τρούιτ. «Και θα οδηγήσει στην ανακοίνωση που έχει κάνει η Google όπου πρέπει να επαναβαθμονομήσουν τους κλιματικούς στόχους τους».
Παρόλα αυτά η Google δεν έχει παραιτηθεί εντελώς από τη μείωση των εκπομπών της. Σε έκθεσή της καταθέτει τη βασική της επιδίωξη: την επίτευξη των καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2030.
Η βασική διάκριση μεταξύ ενός στόχου ουδέτερου άνθρακα και ενός στόχου καθαρών μηδενικών εκπομπών συνίσταται στο ότι ο ουδέτερος άνθρακας αναφέρεται στην αντιστάθμιση ή την εξουδετέρωση των εκπομπών μέσω δραστηριοτήτων αφαίρεσης άνθρακα, όπως η δενδροφύτευση ή η αγορά πιστώσεων άνθρακα, χωρίς να μειώνονται απαραιτήτως οι εκπομπές στην πηγή. Έτσι ο Τρούιτ μεταφορικά παρομοίασε τη μηδενική εκπομπή σαν την προσπάθεια κάποιου να κάψει τις υπερβολικές θερμίδες μόνο μέσω της άσκησης, χωρίς να αλλάξει τη διατροφή του. «Θεωρητικά, αυτό θα ήταν εντάξει, αλλά στην πράξη, είναι πολύ απίθανο να λειτουργήσει.» Το καθαρό μηδέν, ας σημειωθεί, συνδέεται πρωτίστως με τη μείωση των εκπομπών στην πηγή (το κομμάτι “διατροφή”) και ακολούθως στην αντιστάθμιση τυχόν υπολειπόμενων εκπομπών μέσω δραστηριοτήτων αφαίρεσης άνθρακα (το κομμάτι “άσκηση”).
Ο Τρούιτ εν κατακλείδι υπογράμμισε ότι αυτός ο συνδυασμός είναι «πολύ πιο αποτελεσματικός» και εξαιρετικά φιλόδοξος. «Θα απαιτήσει από αυτούς να πρέπει να επιλύσουν πολλαπλές, πραγματικά ακανθώδεις τεχνικές, υλικοτεχνικές, οικονομικές και χρηματοοικονομικές προκλήσεις, ταυτόχρονα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα».
Έτσι εστιάζοντας τόσο στην αντιστάθμιση των εκπομπών άνθρακα όσο και στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, η εταιρεία αξιώνει καλύτερα αποτελέσματα και «κλιμακούμενη» περιβαλλοντική επίπτωση, σύμφωνα πάντοτε με την έκθεση.
Ο προβαλλόμενος στόχος των καθαρών μηδενικών εκπομπών βοηθά την Google να αποφύγει την κριτική των ειδικών σχετικά με τους ισχυρισμούς περί ουδετερότητας άνθρακα που επαληθεύουν όσους αμφισβητούν το ότι οι φθηνές επενδύσεις μπορούν πραγματικά να «αντισταθμίσουν» τις εκπομπές άνθρακα.