
Πολλές είναι οι μέθοδοι που εφαρμόζουν οι επιστήμονες για να διατηρήσουν τους πολύτιμους κοραλλιογενείς υφάλους, οι οποίοι απειλούνται από την κλιματική αλλαγή. Με υποβρύχια ηχεία που αναπαράγουν ήχους υγιών κοραλλιών ενθαρρύνοντας τις προνύμφες να αποικήσουν σε υποβαθμισμένους υφάλους, με βιταμίνες για την επιβίωση και ανάπτυξη των κοραλλιών και με την εκτροφή τους για να γίνουν πιο ανθεκτικά στις ακραίες θερμοκρασίες…
Ο Ντέιβιντ Ι. Καράσκο Ριβέρα από το Τμήμα Περιβάλλοντος και η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία (UQ) και μελέτησαν χιλιάδες εικόνες από μελέτες πεδίου και δορυφόρους που καταγράφηκαν από τον ύφαλο Ήρων σε διάστημα 20 ετών. Με τα βάση τα διαθέσιμα δεδομένα κατάφερε να εκτιμήσει και να χαρτογραφήσει πόση άμμος, πέτρες και κοράλλια υπήρχαν στις περιοχές. Υπογράμμισαν δε ότι η κατανόηση της συνολικής κατάστασης του υφάλου σε βάθος χρόνου είναι ζωτικής σημασίας για τη λήψη κατάλληλων αποφάσεων διατήρησης και διαχείρισης, τονίζοντας, μάλιστα, ότι τα προερχόμενα από έρευνα πεδίου στοιχεία έχουν ερευνήσει μόλις το 0,1% της πραγματικής έκτασης των υφάλων. «Αυτό είναι σαν να ολοκληρώνεις μια αξιολόγηση ολόκληρου του σώματος κοιτάζοντας μόνο ένα μέρος του δακτύλου σου», σημείωσαν.
Προφανώς η χρήση δορυφόρων δίνει τη δυνατότητα στους ερευνητές να παρατηρούν διαρκώς τους υφάλους και να εντοπίζουν τις αλλαγές στο περιβάλλον τους, ανεξάρτητα από τα σημεία που επισκέπτονται. Ο συνδυασμός των δύο αυτών πρακτικών επέτρεψε τη δημιουργία ενός ετήσιου χάρτη σύνθεσης των υφάλων.
Οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι οι δορυφορικές εικόνες δεν πρόκειται να αντικαταστήσουν πλήρως τα δεδομένα πεδίου, ωστόσο λόγω μεγέθους και απόστασης πολλών υφάλων και λόγω των περιορισμών χρηματοδότησης της έρευνας και των καιρικών συνθηκών η επιτόπια μελέτη δεν είναι εύκολη.
Δείτε επίσης: Το φυσικό μεταλλικό νερό Βίκος συμμετέχει ως επίσημος χορηγός στο Navarino Challenge
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Remote Sensing αναφέρει: «Οι αλλαγές στην κοραλλιογενή κάλυψη μπορούν να λειτουργήσουν ως δείκτης τροχιών ανάκαμψης ή/και παρακμής, παρέχοντας πληροφορίες για τη συνολική υγεία των κοραλλιογενών υφάλων, ενώ παράλληλα υπολογίζονται εύκολα στο πεδίο. Παρ’όλα αυτά, οι μελέτες παρακολούθησης οικοσυστημάτων χρησιμοποιούν γενικά δεδομένα πεδίου που αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% της επιφάνειας ενός υφάλου». Επίσης οι μελέτες στο πεδίο συνήθως διεξάγονται έπειτα από περιστατικά λεύκανσης, ή ασθενειών, οπότε υπάρχει περιορισμένη κατανόηση των μακροπρόθεσμων τάσεων στη δυναμική των κοραλλιών. Έτσι, η χρήση δορυφόρων κρίνεται εξαιρετικά βοηθητική για την παρακολούθηση της υγείας των κοραλλιών ακόμη και πριν την εκδήλωση κάποιας διαταραχής.
Σύμφωνα με την έκθεση: «Σε συνδυασμό με λεπτομερείς πληροφορίες από την έρευνα πεδίου, η τηλεπισκόπηση ενισχύει την ικανότητά μας να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε τα οικοσυστήματα των κοραλλιογενών υφάλων. Αυτό το ολοκληρωμένο πλαίσιο παρέχει μια ευρεία προσέγγιση για την παρακολούθηση της υγείας των υφάλων, με επακόλουθα στις στρατηγικές διατήρησης και διαχείρισης που εφαρμόζονται σε άλλα συστήματα υφάλων.»
Όπως ισχυρίζεται ο Κρις Ρολφσέμα, επικεφαλής του προγράμματος παρατήρησης στον ύφαλο Ήρων, «όπως κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη καθημερινά και εντοπίζουμε μικρές αλλαγές στην εμφάνισή μας όταν είμαστε άρρωστοι, το ίδιο συμβαίνει και με τον ύφαλο, πρέπει να τον βλέπουμε τακτικά για να παρατηρούμε αλλαγές».
Έτσι, μελετάται πληρέστερα ο φυσιολογικός κύκλος του περιβάλλοντος και ανιχνεύεται αν κάποιος άλλος παράγοντας οδηγεί σε αλλαγές, στην κάλυψη και το χρώμα των κοραλλιών. «Οι δορυφόροι μας επιτρέπουν να το κάνουμε αυτό με ακρίβεια 59-81% ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες.»