financetrends.gr

Σύμφωνα με περιβαλλοντική έκθεση του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, οι κοινοί ατμοσφαιρικοί ρύποι, όπως τα μικροσωματίδια και τα οξείδια του αζώτου, μπορούν να πυροδοτήσουν πολύπλοκους βιολογικούς μηχανισμούς που επηρεάζουν τον εγκέφαλο σε καθοριστικές αναπτυξιακές περιόδους.

«Με αυτόν τον περιβαλλοντικό παράγοντα μπορούν να συνδεθούν διαφορετικά είδη νευρολογικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της διαταραχής του φάσματος του αυτισμού. Η χρονική στιγμή της έκθεσης φαίνεται να έχει καθοριστική σημασία, με αυξημένη ευπάθεια κατά την προγεννητική ανάπτυξη και την πρώιμη παιδική ηλικία, όταν λαμβάνουν χώρα κρίσιμες νευροαναπτυξιακές διεργασίες», επισημαίνει ο καθηγητής του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, Χάιθαμ Αμάλ, ο συγγραφέας της μελέτης.

Η ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Brain Medicine» προσδιορίζει βασικούς διαύλους, μέσω των οποίων οι ατμοσφαιρικοί ρύποι μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη της διαταραχής του φάσματος του αυτισμού, όπως νευροφλεγμονή και οξειδωτικό στρες, διαταραχή των συστημάτων νευροδιαβιβαστών, επιγενετικές τροποποιήσεις και παρεμβολή στο ενδοκρινικό σύστημα. Ας σημειωθεί ότι ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί στους ερευνητές η διαπίστωση ότι τα μικρότερα σωματίδια, ιδίως τα PM2.5, καθώς και τα προϊόντα οξειδίων του αζώτου, μπορούν να διασχίσουν τον πλακούντα και να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου. Ανακύπτει επομένως το ζήτημα προστασίας των εγκύων σε περιοχές με υψηλή ρύπανση αλλά και της λήψης των κατάλληλων μέτρων.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα άτομα με γενετική προδιάθεση για διαταραχή του φάσματος του αυτισμού αναμφίβολα είναι πιο ευάλωτα όπως σημειώνει ο συγγραφέας: «Η έρευνα υποδηλώνει ότι τα άτομα με γενετική προδιάθεση για διαταραχή του φάσματος του αυτισμού μπορεί να είναι πιο ευάλωτα στις βλαβερές συνέπειες της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση… αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων ανοίγει νέους δρόμους για την κατανόηση της πολύπλοκης αιτιολογίας της διαταραχής του φάσματος του αυτισμού».

Οι ερευνητές σημειώνουν επίσης ότι η κατανόηση αυτών των αλληλεπιδράσεων θα συνέβαλε στην ανάπτυξη αποτελεσματικών προληπτικών στρατηγικών. Η ανάπτυξη επίσης βιοδεικτών θα συνέτεινε ενδεχομένως στον έγκαιρο εντοπισμό ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο. Υπολογίζεται ότι παγκοσμίως η αύξηση της διαταραχής του φάσματος του αυτισμού αγγίζει το 1-1,5% του πληθυσμού.